- χοντρομύτης, -α, -ικο
- αυτός που έχει χοντρή μύτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντρομύτης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει χοντρή μύτη 2. το αρσ. ως ουσ. ο χοντρομύτης ζωολ. κοινή ονομασία τού κοκκοθραύστη, ευρασιατικής σπίζας με πολύ μεγάλο κωνικό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μύτη (πρβλ. κοκκινο μύτης)] … Dictionary of Greek